- τρυγόνιος
- τρῡγόν-ιος, α, ον,A of or from a
τρυγών 11
, Opp.H.2.480.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυγών 11
, Opp.H.2.480.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυγόνιος — ία, ον, Α [τρυγών, όνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα … Dictionary of Greek
τρυγόνιον — τρῡγόνιον , τρυγόνιον deherb. neut nom/voc/acc sg τρυγόνιος of masc acc sg τρυγόνιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγονίου — τρῡγονίου , τρυγόνιον deherb. neut gen sg τρυγόνιος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγονίῳ — τρῡγονίῳ , τρυγόνιον deherb. neut dat sg τρυγόνιος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγόνια — τρῡγόνια , τρυγόνιον deherb. neut nom/voc/acc pl τρυγόνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)